- προσαφαιρεῖται
- προσαφαιρέομαιpres ind mp 3rd sg (attic epic)προσαφαιρέωtake away besidespres ind mp 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσαφαιρώ — έω, Α 1. αφαιρώ κάτι επί πλέον 2. μέσ. προσαφαιροῡμαι, έομαι αφαιρώ κάτι επί πλέον για τον εαυτό μου («προσαφαιρεῑταί τι τῶν ὑπαρχόντων ἤδη», Δημοσθ.) 3. παθ. α) αποστερούμαι («πολλοὶ ταῑς ψυχαῑς καὶ ταφὴν προσαφηρέθησαν», Λιβάν.) β) γραμμ.… … Dictionary of Greek